- ὑπόχυμα
- ὑπόχυμαcataractneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υπόχυμα — το / ὑπόχυμα, ύματος, ΝΑ [ὑποχέω] ιατρ. η οφθαλμική πάθηση καταρράκτης … Dictionary of Greek
ὑποχυμάτων — ὑπόχυμα cataract neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποχύμασι — ὑπόχυμα cataract neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποχύματα — ὑπόχυμα cataract neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποχύματος — ὑπόχυμα cataract neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μύμα — μῡμα, ατος, τὸ (Α) 1. είδος εδέσματος από ψιλοκομμένο κρέας ανάμικτο με αίμα, τυρί, μέλι, ξίδι και αρωματικά φυτά 2. (κατά τον Ησύχ.) «θριδάκων τρῑμμα καὶ ὑπόχυμά τι». [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η λ. θυμίζει το μυττωτός] … Dictionary of Greek
υπόχυση — η / ὑπόχυσις, ύσεως, ΝΜΑ [ὑποχέω] ιατρ. ὑπόχυμα* … Dictionary of Greek